- πυρίχρως
- πῠρίχρως, ωτος, ὁ, ἡ,A fire-coloured,
ὄψις Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄψις Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρως] … Dictionary of Greek
πυρίχρους — και πυρόχρους, ουν, και πυρίχροος, οον, Α πυρίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρους] … Dictionary of Greek
πυρόχρως — πύροχρων, Μ βλ. πυρίχρως … Dictionary of Greek